- αμελοποίητος
- η , ο [ος , ον ] не положенный на музыку
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αμελοποίητος — η, ο [μελοποιώ] (για ποιητικά έργα) αυτός που δεν μελοποιήθηκε, δεν προσαρμόστηκε σε μουσική … Dictionary of Greek
αμελοποίητος — η, ο αυτός που δε μελοποιήθηκε, δεν προσαρμόστηκε σε μουσική: Ωραιότατα ποιήματα μένουν αμελοποίητα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ατόνιστος — η, ο 1. γραμμ. (για λέξεις) χωρίς τόνο, άτονος 2. (για στίχους) αμελοποίητος … Dictionary of Greek